επαρχιώτης — και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) [επαρχία] ο κάτοικος τής επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία νεοελλ. αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος … Dictionary of Greek
ἐπαρχιωτῶν — ἐπαρχιώτης a provincial masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχιῶται — ἐπαρχιώτης a provincial masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχιώταις — ἐπαρχιώτης a provincial masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρχιώτας — ἐπαρχιώτᾱς , ἐπαρχιώτης a provincial masc acc pl ἐπαρχιώτᾱς , ἐπαρχιώτης a provincial masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… … Dictionary of Greek
επαρχιώτικος — ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο [επαρχιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη 2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες») … Dictionary of Greek
συνεπαρχιώτης — ο, θηλ. συνεπαρχιώτισσα Ν αυτός που κατάγεται από την ίδια επαρχία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + επαρχιώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] … Dictionary of Greek