επαρχιώτης

επαρχιώτης
ο
θηλ. -ισσα
1. ο κάτοικος της επαρχίας ή αυτός που κατάγεται από επαρχία (αντίθ. πρωτευουσιάνος).
2. μτφ., αυτός που υστερεί στην κοινωνική συμπεριφορά, που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο κάπως άξεστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαρχιώτης — και επαρχεώτης, ο, θηλ. επαρχιώτις και επαρχιώτισσα (AM ἐπαρχιώτης και ἐπαρχεώτης, θηλ. ἐπαρχιῶτις) [επαρχία] ο κάτοικος τής επαρχίας ή ο καταγόμενος από επαρχία νεοελλ. αυτός που δεν έχει λεπτούς τρόπους, ο αγροίκος …   Dictionary of Greek

  • ἐπαρχιωτῶν — ἐπαρχιώτης a provincial masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχιῶται — ἐπαρχιώτης a provincial masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχιώταις — ἐπαρχιώτης a provincial masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαρχιώτας — ἐπαρχιώτᾱς , ἐπαρχιώτης a provincial masc acc pl ἐπαρχιώτᾱς , ἐπαρχιώτης a provincial masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιώτης — (AM ιώτης) κατάλ. ουσιαστικών τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος ώτης με το ληκτικό στοιχείο ι τού θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. επαρχία: επαρχ ι ώτης, στάσις: στασ ι ώτης) η κατάλ. ώτης αποτελεί επηυξημένη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιώτικος — ή, ό και επαρχιώτικος, η, ο [επαρχιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επαρχία ή στον επαρχιώτη 2. αυτός που ταιριάζει σε επαρχιώτες («επαρχιώτικες συνήθειες») …   Dictionary of Greek

  • συνεπαρχιώτης — ο, θηλ. συνεπαρχιώτισσα Ν αυτός που κατάγεται από την ίδια επαρχία με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + επαρχιώτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Α. Φραντζή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”